- οχλοκρατικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην οχλοκρατία: Δημιουργήθηκε ατμόσφαιρα οχλοκρατική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οχλοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οχλοκρατία, ο χαρακτηριστικός τής οχλοκρατίας. επίρρ... οχλοκρατικώς και ά με οχλοκρατικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οχλοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Ν. Ι. Σαρίπολο] … Dictionary of Greek